δυσεδρος

δυσεδρος
    δύσεδρος
    δύσ-εδρος
    2
    приносящий в дом беду, т.е. зловещий
    

(Ἐρινύς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυσεδρος" в других словарях:

  • δύσεδρος — δύσεδρος, ον (Α) 1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς») 2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • δύσεδρος — bringing evil in one s abode masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσεδρον — δύσεδρος bringing evil in one s abode masc/fem acc sg δύσεδρος bringing evil in one s abode neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»